συναίνεση

συναίνεση
η / συναίνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συναίνησις Α [συναινώ]
συγκατάθεση, συγκατάνευση, αποδοχή
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) δήλωση επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική τού κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας
2. διεθν. δίκ. τρόπος υιοθέτησης μιας απόφασης στα πλαίσια μιας διεθνούς διάσκεψης ή συνόδου διεθνούς σώματος, με απλή συγκατάθεση όλων τών μετεχόντων αντιπροσώπων ή κρατών και όχι με ψηφοφορία
3. φρ. α) «συναίνεση τού παθόντος»
(ποιν. δίκ.) συναίνεση με την οποία συνδέονται διάφορα είδη προσβολής τών έννομων αγαθών τού προσώπου που υφίσταται τις προσβολές αυτές, οι οποίες όμως δεν στοιχειοθετούν, κατ' αρχήν, άδικες πράξεις ακριβώς διότι ο φορέας τών έννομων αγαθών συμφωνεί σ' αυτό
β) «κοινωνική συναίνεση»
(κοινων.) ρητή ή σιωπηρή συμφωνία και συγκατάθεση τής μεγαλύτερης δυνατής πλειονότητας τών μελών ενός κοινωνικού συνόλου για τις αξίες, τον χαρακτηρισμό και την αξιολόγηση τών συνθηκών, καθώς και τους σκοπούς τής κοινωνικής ή άλλης δραστηριότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναίνεση — η συγκατάθεση: Πήραν διαζύγιο με κοινή συναίνεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναινέσῃ — συναινέσηι , συναίνεσις approval fem dat sg (epic) συναινέω consent aor subj mid 2nd sg συναινέω consent aor subj act 3rd sg συναινέω consent fut ind mid 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • συναινετικός — ή, ό / συναινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συναινῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συναίνεση ή αυτός που γίνεται με συναίνεση («συναινετικό διαζύγιο») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναινετικόν αυτό που έγινε ύστερα από συναίνεση …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”